- επικατάρατος
- -η, -οο βαρημένος από κατάρα, ο καταραμένος, ο θεοκατάρατος, ο άξιος κατάρας: Επικατάρατη αρρώστια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επικατάρατος — η, ο (AM ἐπικατάρατος, ον) [επικαταρώμαι] 1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος 2. αυτός που αξίζει να τόν καταριέται κανείς … Dictionary of Greek
ἐπικατάρατος — ἐπικατάρᾱτος , ἐπικατάρατος accursed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατάρατον — ἐπικατάρᾱτον , ἐπικατάρατος accursed masc/fem acc sg ἐπικατάρᾱτον , ἐπικατάρατος accursed neut nom/voc/acc sg ἐπικατά̱ρατον , ἐπικαταίρω swoop aor imperat act 2nd dual ἐπικατά̱ρατον , ἐπικαταίρω swoop aor ind act 2nd dual (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγής — Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. Βλ. λ. Άγις. * * * ἀγής, ές (Α) [ἄγος] 1. (αμφίβολος τύπος στον Ιππώνακτα) ένοχος, επικατάρατος 2. (με καλή σημασία) αγνός, ιερός … Dictionary of Greek
διαβολεμένος — η, ο 1. αυτός που έχει σατανικές ιδιότητες, ο ασεβής, ο επικατάρατος 2. αυτός που έχει εξαιρετικές ικανότητες ή ιδιότητες, («διαβολεμένος μάστορας», «διαβολεμένο κέφι») 3. κακεντρεχής 4. (για πράγματα) τρομερός, ανυπόφορος … Dictionary of Greek
επάρατος — η, ο (AM ἐπάρατος, ον) νεοελλ. απαίσιος, φοβερός, μισητός («η επάρατη κατοχή») αρχ. μσν. επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ. «τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
επαράσιμος — ἐπαράσιμος, ον (Α) επάρατος, επικατάρατος, αποτρόπαιος … Dictionary of Greek
καταράσιμος — καταράσιμος, ον (Α) [κατάρασις] ο επικατάρατος, αυτός που τού αξίζει να τόν καταραστούν … Dictionary of Greek
τρισκατάρατος — η, ο / τρισκατάρατος, ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * +… … Dictionary of Greek
Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… … Dictionary of Greek